Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονόχορδος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονόχορδος -η -ο [monóxorδos] Ε5 : (για μουσικό όργανο) που έχει μία μόνο χορδή.

[λόγ. < ελνστ. μονόχορδος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες