Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονόχειρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μονόχειρος, επίθ.
  • Που έχει ένα μόνο χέρι:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2932).

[<επίθ. μονόχειρ + κατάλ. ‑ος. Τ. ‑χε‑ στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες