Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονόφωτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονόφωτο το [monófoto] Ο41 : φωτιστικό με μια μόνο λάμπα· (πρβ. πολύφωτο).

[λόγ. μονο- + φωτ- (φως) -ον, ουδ. του -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες