Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονόπετρο το [monópetro] Ο41 : (συνήθ. για δαχτυλίδι) που έχει μία μόνο πολύτιμη πέτρα, συνήθ. διαμάντι: Xάρισε στην αρραβωνιαστικιά του ένα ~. || (ως επίθ.): ~ δαχτυλίδι.
[μσν. μονόπετρον < μονο- + πέτρ(α) -ον, ουδ. του -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μονόπετρον το.
-
- Βράχος μονοκόμματος στη μέση της θάλασσας, σκόπελος (πβ. μονόβραχον):
- ευρίσκεις ένα μονόπετρον ωσάν μίαν βάρκαν μαύρην (Πορτολ. Α 99).
[<μονο‑ + ουσ. πέτρα]
- Βράχος μονοκόμματος στη μέση της θάλασσας, σκόπελος (πβ. μονόβραχον):