Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονόκλωνος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μονόκλωνος, επίθ.
  • (Προκ. για φυτό) που έχει ένα μόνο βλαστό, κλαδί· (εδώ προκ. για κέρατα) που δε διακλαδίζονται:
    • (Φυσιολ. (Legr.) 1025).

[μτγν. επίθ. μονόκλωνος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονόκλωνος -η -ο [monóklonos] Ε5 : (ιδίως για φυτό) που έχει ένα μόνο βλαστό. ANT πολύκλωνος: ~ βασιλικός. || Mονόκλωνο νήμα, που αποτελείται από μία μόνο κλωστή.

[λόγ. < ελνστ. μονόκλωνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες