Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονόκλ το [monókl] Ο (άκλ.) : μικρός φακός που προσαρμόζεται στην κοιλότητα του ενός ματιού χωρίς κανένα άλλο εξάρτημα: Φορούσε ~ και ψηλό καπέλο.
[λόγ. < γαλλ. monocle < υστλατ. monoculus `μονόφθαλμος΄ (mon(o)- = μον(ο)-)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονόκλινος -η -ο [monóklinos] Ε5 : (για δωμάτιο ιδίως ξενοδοχείου) που έχει ένα μόνο κρεβάτι. || (ως ουσ.) το μονόκλινο: Έκλεισα ένα μονόκλινο για το Σαββατοκύριακο.
[λόγ. μονο- + κλίν(η) -ος μτφρδ. γαλλ. chambre à un lit ή γερμ. Εinbettzimmer (πρβ. ελνστ. μονόκλινον `κρεβάτι μόνο για έναν΄, δηλ. φέρετρο)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονόκλιτος -η -ο [monóklitos] Ε5 : (αρχιτ., για εκκλησία) που αποτελείται από ένα μόνο κλίτος: Mονόκλιτη βασιλική.
[λόγ. μονο- + κλίτ(ος) -ος (διαφ. το ελνστ. μονόκλιτος `άκλιτος΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μονόκλωνος, επίθ.
-
- (Προκ. για φυτό) που έχει ένα μόνο βλαστό, κλαδί· (εδώ προκ. για κέρατα) που δε διακλαδίζονται:
- (Φυσιολ. (Legr.) 1025).
[μτγν. επίθ. μονόκλωνος. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για φυτό) που έχει ένα μόνο βλαστό, κλαδί· (εδώ προκ. για κέρατα) που δε διακλαδίζονται:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονόκλωνος -η -ο [monóklonos] Ε5 : (ιδίως για φυτό) που έχει ένα μόνο βλαστό. ANT πολύκλωνος: ~ βασιλικός. || Mονόκλωνο νήμα, που αποτελείται από μία μόνο κλωστή.
[λόγ. < ελνστ. μονόκλωνος]