Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονόγραμμα το [monóγrama] Ο49 : σχέδιο που αποτελείται από γράμματα, τα οποία συνήθ. είναι αρχικά ορισμένου ονοματεπώνυμου και σχηματίζουν σύμπλεγμα: Tο ~ κάποιου. ~ κεντημένο στα πουκάμισα / στις μαξιλαροθήκες.
[λόγ. < γαλλ. monogramme < υστλατ. monogramma < αρχ. μόνο(ς) + γράμμα (πρβ. μσν. μονόγραμμον (ίδ. σημ.), διαφ. το ελνστ. μονόγραμμος `σχεδιασμένος με μονές γραμμές΄)]