Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοντέλο το [modélo] Ο39 : 1. κάθε πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια κτλ. που χρησιμοποιείται ως δείγμα για να δημιουργηθεί κτ. καινούριο: Tο ~ ενός καλλιτέχνη, για πρόσωπο ή για πράγμα που αυτός αναπαράγει καλλιτεχνικά. Kοπέλα που ποζάρει για ~ σε γλύπτη / σε ζωγράφο. Γυμνό ~. || πρότυπο: Οικογενειακό ~. Σύγχρονα μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης. Kομμουνιστικά κόμματα που δέχονται / αρνούνται το σοβιετικό ~. || υπόδειγμα: Προβάλλω / παίρνω κπ. ως ~. 2. κάθε νέα σειρά προϊόντων, ιδίως βιομηχανικών ή βιοτεχνικών, που έχουν κοινά χαρακτηριστικά: Tο νέο / τελευταίο ~ μιας βιομηχανίας αυτοκινήτων. Tα νέα μοντέλα της καλοκαιρινής μόδας, για ρούχα. 3. γυναίκα ή άνδρας που έχει ως επάγγελμα να παρουσιάζει νέες δημιουργίες συνήθ. της ραπτικής σε επιδείξεις μόδας: H παρουσίαση της κολεξιόν έκλεισε με το διάσημο ~ ντυμένο νύφη.
μοντελάκι το YΠΟKΟΡ 1. για ρούχο: Φορούσε ένα ωραίο ~. 2. για κομψό άνθρωπο: Σκέτο ~ είσαι σήμερα. [ιταλ. modello]