Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοντάρω [mondáro & montáro] -ομαι Ρ6 : 1. βάζω στην κατάλληλη θέση τα εξαρτήματα ενός μηχανήματος, ώστε αυτό να μπορεί να λειτουργήσει· συναρμολογώ: Είχε λύσει το ρολόι του και τώρα προσπαθούσε να το μοντάρει. || (επέκτ.) για τα τμήματα κάθε κατασκευής. 2. επιλέγω και τοποθετώ σε ενιαίο σύνολο τα κλισέ ενός κειμένου ή μιας φωτογραφίας πριν από την εκτύπωση ή των πλάνων (κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών) μιας ταινίας πριν από την προβολή. 3. (μτφ.) συγκροτώ, οργανώνω κτ.: ~ μια αθλητική ομάδα / μια θεατρική παράσταση.
[ιταλ. montar(e) -ω (δες και μουντάρω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοντάρω· μουντάρω.
-
- 1) Εφορμώ, επιτίθεμαι:
- έδωσεν πόλεμον (ενν. ο Σαλαϊμάνης) … και εμουντάραν απάνω (Byz. Kleinchron. Á 51518).
- 2) Ανέρχομαι, συμποσούμαι:
- μοντάρουν τα δύο μερδικά υπέρπυρα κγ́ (Ολόκαλος 17030).
[<ιταλ. montare. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- 1) Εφορμώ, επιτίθεμαι: