Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονοφασικός -ή -ό [monofasikós] Ε1 : (ηλεκτρολ.) 1. Mονοφασικό ρεύ μα, που έχει μία μόνο φάση: Tο μονοφασικό ρεύμα τροφοδοτεί τα δίκτυα φωτισμού. || (ως ουσ.) το μονοφασικό, το μονοφασικό ρεύμα. 2α. που παράγει μονοφασικό ρεύ μα: Mονοφασική γεννήτρια. β. που λειτουργεί με μονοφασικό ρεύμα: ~ κινητήρας.
[λόγ. < αγγλ. monophasic ή γαλλ. monophasé < mono- = μονο- + φάσ(ις) -ικός]