Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονοσθενής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονοσθενής -ής -ές [monosθenís] Ε10 : (χημ.) που έχει σθένος 2 ένα. ANT πολυσθενής: ~ ρίζα.

[λόγ. μονο- + σθέν(ος) -ής μτφρδ. αγγλ. univalent]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες