Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονοσήμαντος -η -ο [monosímandos] Ε5 : που έχει μία μόνο σημασία. ANT πολυσήμαντος: Mονοσήμαντη λέξη / έκφραση. || (μαθημ.): Mονοσήμαντη παράσταση.
[λόγ. < μσν. μονοσήμαντος < μονο- + σημαν- (σημαίνω) -τος]