Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονοπωλιακός -ή -ό [monopoliakós] Ε1 : 1. που αναφέρεται: α. στο μονοπώλιο1α: Mονοπωλιακή τιμή ενός αγαθού. Mονοπωλιακή επιχείρηση, που ασκεί μονοπώλιο. β. στο μονοπώλιο1β: ~ καπιταλισμός, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη και ιδίως από την κυριαρχία των μονοπωλίων. Tο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού. 2. (μτφ., σπάν.) αποκλειστικός.
μονοπωλιακώς & μονοπωλιακά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1α. [λόγ. μονοπώλι(ον) -ακός]