Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονοπάτι το [monopáti] Ο44 : 1. πολύ στενός και συνήθ. ανώμαλος δρόμος κυρίως στο ύπαιθρο, ο οποίος είναι βατός μόνο από ανθρώπους ή ζώα: Mεγάλωσαν οι θάμνοι κι έκλεισαν τα μονοπάτια. Kρυφό / άγνωστο ~. 2. (μτφ.) ενέργειες που γίνονται για την πραγματοποίηση ενός δύσκολου σκοπού: Tα δύσκολα μονοπάτια της αρετής. ΠAΡ Tο καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο ~, ο ικανός άνθρωπος ξέρει ή βρίσκει πολλούς τρόπους για να αντιμετωπίζει εμπόδια ή αδιέξοδα.
μονοπατάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. μονοπάτι < μονοπάτι(ο)ν < μονόπατ(ος) (< μονο- + πατ(ώ) -ος) -ιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- μονοπάτιν το· μονοπάτι.
-
- α) Στενός και δύσβατος δρόμος σε ορεινή περιοχή ή στο ύπαιθρο, ατραπός:
- επερπάτουν εις μονοπάτια δύσβατα και τόπους αποκρύφους (Λίβ. Sc. 2355)·
- β) (γενικ.) δρόμος (συν. στενός) στο ύπαιθρο:
- μονοπάτια κάμπου (Απόκοπ. 84)·
- γ) (σε μεταφ.) προκ. για τρόπο ζωής, συμπεριφοράς, κ.τ.ό.:
- η στράτα αυτή που πορπατείς αγκάθια είναι γεμάτη, … πιάσε άλλο μονοπάτι (Ερωτόκρ. Ά 1156)·
- (ειδικ. προκ. για τον τρόπο ζωής που είναι σύμφωνος με τις εντολές του Θεού):
- με δάκρυα του σωσμού εύρες (ενν. εσύ Μαρία Μαγδαληνή) το μονοπάτι (Σκλέντζα, Ποιήμ. 114).
[<επίθ. μόνος + πατώ. Τ. ‑ιον τον 6. αι. Ο τ. ‑ι και σήμ. Η λ. στο Du Cange (λ. ‑ιον) και σήμ. ιδιωμ.]
- α) Στενός και δύσβατος δρόμος σε ορεινή περιοχή ή στο ύπαιθρο, ατραπός:
[Λεξικό Κριαρά]
- μονοπατίτσι(ν) το.
-
- Μικρό μονοπάτι, μονοπατάκι:
- η στράτα εκείνη … εις εκατόν εκόπτετον μικρά μονοπατίτσια (Λίβ. N 2262).
[<ουσ. μονοπάτι(ν) + κατάλ. ‑ίτσι(ν). Η λ. (‑ι) και σήμ. ιδιωμ. (Georgacas 1982: 229)]
- Μικρό μονοπάτι, μονοπατάκι: