Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονομαχώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονομαχώ [monomaxó] Ρ10.9α : συμμετέχω σε μονομαχία.

[λόγ. < αρχ. μονομαχῶ `αγωνίζομαι μόνος στη μάχη΄ κατά τη σημ. της λ. μονομαχία]

[Λεξικό Κριαρά]
μονομαχώ.
  • Ά (Αμτβ.) πολεμώ μόνος με ένα μόνον αντίπαλο, μονομαχώ:
    • (Διγ. Z 3604), (Αλεξ. 1867).
  • Β́ Μτβ.
    • 1) Πολεμώ μόνος με ένα μόνον αντίπαλο, μονομαχώ με κάπ.:
      • (Βίος Αλ. 5345), (Ερμον. Ι 123
      • έλα εις την ρέντα σύντομα να σε μονομαχήσω (Φλώρ. 662).
    • 2) Πολεμώ μόνος εναντίον πολλών αντιπάλων:
      • Είδα σε … το πώς εμονομάχησες όλους τους απελάτας (Διγ. Esc. 1583).
    • 3) (Συνεκδ.) μάχομαι, πολεμώ:
      • απέξω οι Έλληνες με δύναμης μεγάλης και απομέσα οι Τρώιλοι μονομαχούν αλλήλοις (Βυζ. Ιλιάδ. 890).

[αρχ. μονομαχέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες