Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονοκύτταρος -η -ο [monokítaros] Ε5 : που αποτελείται από ένα μόνο κύτταρο· (πρβ. πολυκύτταρος): ~ οργανισμός.
[λόγ. μονο- + κύτταρ(ον) -ος μτφρδ. γαλλ. unicellulaire]