Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μονοκόμματος, επίθ.
-
- Που αποτελείται από ένα μόνον κομμάτι, ατεμάχιστος:
- λίτρας μ́ μονοκόμματον (ενν. κρέας) επούλησεν (Rechenb. 572)·
- σταυρούς … μονοκόμματους (Μαχ. 617).
[<μονο‑ + ουσ. κομμάτι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Που αποτελείται από ένα μόνον κομμάτι, ατεμάχιστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονοκόμματος -η -ο [monokómatos] Ε5 : 1. (για πργ.) που είναι ενιαίος, που δεν αποτελείται από δύο ή περισσότερα κομμάτια: Mε τον αναδασμό πήρε ένα μονοκόμματο χωράφι δέκα στρεμμάτων. Mονοκόμματο φουστάνι, χωρίς ραφή στη μέση. Mονοκόμματο σώμα, χωρίς καμπύλες στη μέσης. || ατόφιος: ~ βράχος. Kολόνα από μονοκόμματο μάρμαρο. 2α. που δεν κάνει τις κινήσεις ή δεν παίρνει τη στάση η οποία συνηθίζεται σε ορισμένη ενέργεια: Περπατάει ~. Έπεσε κάτω ~. Γυρίζει ~ όπως ο λύκος. β. (για πρόσ.) ωμός και απότομος στις εκδηλώσεις του: Είναι ~ άνθρωπος· δεν ξέρει από ευγένεια και διπλωματικότητα.
μονοκόμματα ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 2. [μσν. μονοκόμματος < μονο- + κομμάτ(ι) -ος]