Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονοιάζω [monázo] Ρ2.1α μππ. μονοιασμένος* : 1. συμφιλιώνω: Είδα κι έπαθα να τους μονοιάσω, αυτοί όμως ξαναμάλωσαν. ~ με κπ., συμφιλιώνομαι. 2. βρίσκομαι σε κατάσταση ομόνοιας· ομονοώ: Είναι σαν το σκύλο με τη γάτα· δε μονοιάζουν ποτέ.
[μσν. μονοιάζω < μσν. ομονοιάζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ομόνοι(α) -άζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μονοιάζω,
- βλ. ομονοιάζω.