Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονοθέσιος -α -ο [monoθésios] Ε6 : που έχει μία μόνο θέση: Mονοθέσιο αεροπλάνο, που χωράει μόνο τον πιλότο. Mονοθέσιο σχολείο, που έχει μία οργανική θέση δασκάλου, ο οποίος διδάσκει όλες τις τάξεις του.
[λόγ. μονο- + θέσ(ις) -ιος]