Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονοετής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονοετής -ής -ές [monoetís] Ε10 : 1. που διαρκεί ένα χρόνο: ~ θητεία. Σχολή μονοετούς φοιτήσεως. || Mονοετές φυτό, που ζει ένα χρόνο. 2. που έχει ηλικία ενός έτους: Mονοετές νήπιο.

[λόγ. μονο- + -ετής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες