Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονογραφώ [monoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 & μονογράφω [monoγráfo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. μονογράφηκα, απαρέμφ. μονογραφεί : 1. βάζω τη μονογρα φή μου σε κτ., συνήθ. ως ένδειξη αποδοχής του: Οι συμβαλλόμενοι μονογράφουν όλες τις σελίδες του συμβολαίου και υπογράφουν στο τέλος. 2. κυρώνω ανεπίσημα με την υπογραφή μου μια σύμβαση, συμφωνία κτλ. πριν από την επίσημη υπογραφή της: H συμφωνία μονογραφήθηκε από τις δύο αντιπροσωπείες και θα υπογραφεί αργότερα στη συνάντηση των δύο πρωθυπουργών.
[λόγ. μονογραφ(ή) -ώ· μεταπλ. κατά το γράφω]