Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονογραφή η [monoγrafí] Ο29 : 1. συντετμημένη υπογραφή που συνήθ. αποτελείται από τα αρχικά γράμματα του ονόματος και του επωνύμου: Yπέγραψε στο τέλος του συμβολαίου και σε κάθε σελίδα έβαλε τη ~ του. 2. η μονογράφηση: H ~ μιας συμφωνίας.
[λόγ. μονο- + γραφή κατά τη σημ. της λ. μονόγραμμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονογράφηση η [monoγráfisi] Ο33 : 1. προσθήκη της μονογραφής ενός αρμόδιου προσώπου σε κάποιο έγγραφο, συνήθ. ως ένδειξη αποδοχής του: H ~ των σελίδων ενός συμβολαίου. 2. ανεπίσημη κύρωση με την υπογραφή των αρμοδίων μιας σύμβασης, συμφωνίας κτλ. πριν από την επίσημη υπογραφή της: H ~ μιας συμφωνίας.
[λόγ. μονογραφη- (μονογραφώ) -σις > -ση]