Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονογράφηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονογράφηση η [monoγráfisi] Ο33 : 1. προσθήκη της μονογραφής ενός αρμόδιου προσώπου σε κάποιο έγγραφο, συνήθ. ως ένδειξη αποδοχής του: H ~ των σελίδων ενός συμβολαίου. 2. ανεπίσημη κύρωση με την υπογραφή των αρμοδίων μιας σύμβασης, συμφωνίας κτλ. πριν από την επίσημη υπογραφή της: H ~ μιας συμφωνίας.

[λόγ. μονογραφη- (μονογραφώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες