Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονογαμικός -ή -ό [monoγamikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από μονογαμία. ANT πολυγαμικός: Mονογαμική σχέση / οικογένεια / κοινωνία. || (ζωολ.): Mονογαμικό ζώο, που επιλέγει ένα αποκλειστικά σύντροφο για τη γονιμοποίηση.
[λόγ. < μσν. μοναγαμικός < ελνστ. μονόγαμ(ος) (ίδ. σημ.) -ικός]