Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονιστικός -ή -ό [monistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μονισμό· ενιστικός.

[λόγ. μονιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες