Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονιστής ο [monistís] Ο7 : οπαδός του μονισμού.

[λόγ. < γερμ. Monist < Mon(ismus) = μον(ισμός) -ist = -ιστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες