Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονιμότητα η [monimótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι μόνιμος. ANT προσωρινότητα: H ~ των δημοσίων υπαλλήλων.
[λόγ. < ελνστ. μονιμότης, αιτ. -ητα `σταθερότητα, διάρκεια΄]