Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονιμοποίηση η [monimopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μονιμοποιώ: Οι έκτακτοι υπάλληλοι απεργούν με αίτημα τη μονιμοποίησή τους.
[λόγ. μόνιμ(ος) -ο- + -ποίη(σις) -ση]