Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονεταρισμός ο [monetarizmós] Ο17 : οικονομική θεωρία και πολιτική κατά την οποία η αξία του χρήματος και οι τιμές εξαρτώνται από την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί.
[λόγ. < αγγλ. monetarism (-ism = -ισμός)]