Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοναχός ο [monaxós] Ο17 θηλ. μοναχή [mona
í] Ο29 : αυτός που επίσημα απαρνήθηκε την κοινωνική ζωή, αφιέρωσε τη ζωή του στη λατρεία του Θεού και ζει σύμφωνα με τους κανόνες του μοναχισμού· καλόγερος: Γίνομαι ~. Οι μοναχοί του Aγίου Όρους. [λόγ. < ελνστ. μοναχός ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. μοναχός· μσν. μοναχή < μοναχ(ός) -ή]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοναχός, επίθ.· αμοναχός· μαναχός· μονάχος.
-
- 1)
- α) Μόνος, μονάχος, χωρίς τη συντροφιά ή την παρουσία άλλων:
- είπεν ο Κύριος ο Θεός: «Δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος αμοναχός του …» (Πεντ. Γέν. II 18· Διγ. Άνδρ. 36711)·
- β) (με τους εμπρόθ. προσδ. με κάπ. ή μετά κάπ. για να δηλωθεί συνοδεία ή συντροφιά από κάπ. ή κάπ. πολύ οικείους):
- εγώ μετά σε μοναχός δίχα συνοδοιπόρου την στράταν να κρατήσομεν (Λίβ. Sc. 3061· Σταυριν. 460)·
- γ) (με προηγ. το επίθ. μόνος, μόνιος ή τη μτχ. μεμονωμένος) ολομόναχος:
- Κάθεται μόνος μοναχός, κλαίει και αναστενάζει (Διήγ. Βελ. χ 365· Τζάνε, Κρ. πόλ. 39022), (Ερμον. Υ 13)·
- δ) αβοήθητος:
- εις έτοια χρεία μοναχό το φίλο δεν αφήνει (Ερωτόκρ. Β́ 88)·
- ε) ασυνόδευτος:
- Αισχύνομαι, αυθέντα μου, ότ’ είμαι μοναχή μου (Διγ. Α 2208· Αποκ. Θεοτ. II 44)·
- στ) μοναχικός:
- εις ανθρώπου μοναχού καρδίαν επιτυχαίνεις (Λίβ. Sc. 87)·
- ζ) (προκ. για τροφή) σκέτος:
- και με τα λάχανα καλόν … (ενν. το κρέας του χοίρου) και μοναχόν, δίχως κανένα είδος (Διήγ. παιδ. 372).
- α) Μόνος, μονάχος, χωρίς τη συντροφιά ή την παρουσία άλλων:
- 2) Μοναδικός:
- το τέκνο του, τα μάτια του, το μοναχό κλωνάρι (Ερωτόκρ. Γ́ 797· Ερωφ. Δ́ 362).
- 3) (Προκ. για σκηνικές οδηγίες) που βρίσκεται μόνος στη σκηνή και μονολογεί:
- Δάση. Γύπαρης, μοναχός (Πανώρ. Ά τίτλ).
- 4)
- α) Ερημικός, απόμερος:
- ήτον ο τόπος μοναχός και η θάλασσα έμπροσθέν μας (Λίβ. Esc. 2738)·
- β) απομονωμένος· ξέχωρος:
- εις την τρεμουντάνα έχει βουνόν μοναχόν (Πορτολ. A 162· Πεντ. Έξ. XXXVI 16).
- α) Ερημικός, απόμερος:
- 5)
- α) Εγκαταλειμμένος, παρατημένος:
- απού το κάστρο εφύγανε και μοναχό τ’ αφήκα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3966· Χρον. σουλτ. 13230)·
- β) έρημος· ταλαίπωρος:
- Έχουσι κρίμαν … οπού καταδικάζουσιν τους ξένους εις τα ξένα, τους μοναχούς, τους ορφανούς (Περί ξεν. 78)·
- (το θηλ. με προηγ. το επίθ. ξένη):
- μ’ αφήκες την καημένην ξένην και μοναχήν την ώραν τούτην; (Πιστ. βοσκ. IV 5, 261· Διακρούσ. 11111)·
- γ) (σε ιδιάζ. χρ.) που δημιουργεί μοναξιά:
- εδώ μη με σκοτώσετε …, στην ξενιτείαν την μοναχήν, όπου τινάν δεν έχω (Περί ξεν. 342).
- α) Εγκαταλειμμένος, παρατημένος:
- 6)
- α) (Σε χρ. οριστικής αντων.) ο ίδιος, από μόνος μου:
- (Ιστ. Βλαχ. 1588)·
- όλες οι δουλειές της βασιλείας μοναχός τα εκοίταζεν (Συναδ. φ. 30v)·
- β) με δική μου πρωτοβουλία, με τη θέλησή μου:
- εκλούθηξά σου μοναχή (Φορτουν. Ιντ. γ́ 31· Σπαν. Α 206), (Ερωφ. Δ́ 701).
- α) (Σε χρ. οριστικής αντων.) ο ίδιος, από μόνος μου:
- 7)
- α) (Σε χρ. αυτοπαθούς αντων.):
- μοναχός του να σφαγεί κείνη την ώρα εβάλθη (Ερωτόκρ. Β́ 722· Φορτουν. Γ́ 233)·
- β) (προκ. να δηλωθεί αυτόματη ενέργεια):
- άνθρωπον μεν ουκ είδεν, το δε καμίνιν εύρηκεν ανάπτον μοναχόν του (Καλλίμ. 352· Χρον. Τόκκων 2526)·
- (σε μεταφ.):
- δέντρο που πολυθρέφεται και μοναχό ψηλώνει (Ζήν. Β́ 267).
- α) (Σε χρ. αυτοπαθούς αντων.):
- Έκφρ. ένας μοναχός = αποκλειστικά ένας, μόνον ένας:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 485).
- Φρ.
- 1) Διοικούμαι μοναχός = αυτοδιοικούμαι, έχω αυτονομία:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 308v).
- 2) Μιλώ ή παραμιλώ μοναχός = παραμιλώ:
- (Βοσκοπ. 370), (Ερωτόκρ. Ά 784).
- 3) Χωρίζω ή χωρίζομαι μοναχός (μου) = αποχωρίζομαι, ξεκόβω (από κάπ. ομάδα):
- (Διγ. Άνδρ. 34735, 38932).
- Η λ. σε επιρρ. χρ. = για δήλ. μοναδικότητας, αποκλειστικότητας:
- Τούτο σε λέγω μοναχόν τό με είπεν εν υστέρῳ (Λίβ. Sc. 1117)·
- έλεγα να μ’ αγαπάς, να σ’ έχω μοναχός μου (Ch. pop. 561).
- Το αρσ. και θηλ. ουσ. = καλόγερος, καλόγρια:
- και μοναχοί και κοσμικοί (Προδρ. II 75)·
- να έναι ηγουμένη η κερά Χριστόδουλη η μοναχή (Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 165).
[αρχ. επίθ. μοναχός. Οι τ. αμ‑ και μα‑ σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ά‑ και η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοναχός -ή -ό [monaxós] (βλ. Ε1) & μονάχος -η -ο [monáxos] (βλ. Ε3) αντων. οριστ. : προσδιορίζει με έμφαση: 1. αυτόν που είναι ένας, που δεν έχει τη συντροφιά άλλων· μόνος: Mιλάει ~, μονολογεί. Φοβάται να μείνει μονάχο στο σπίτι. Mην αφήνεις τα παιδιά μοναχά. || χωρίς οικογένεια: Zει ~. Έμεινε ~ κι έρημος. || με τη γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας για περισσότερη έμφαση: Tου αρέσει να μένει ~ του. ΠAΡ ~ σου χόρευε* κι όσο θέλεις πήδα. 2. αυτό που φτιάχνει κανείς χωρίς την επέμβαση ή τη βοήθεια άλλου· μόνος: Tο έφτιαξε ~ του, ο ίδιος. Mονάχη της φροντίζει το σπίτι. Δεν μπορεί ούτε να ντυθεί ~ του. Mοναχή της ράβεται, ράβει η ίδια τα ρούχα της. ΦΡ είναι σπίρτο* μοναχό. 3. αυτό που κάνει κανείς με δική του θέληση, πρωτοβουλία κτλ.· μόνος: (Aπό) ~ του πήγε· κανείς δεν του φταίει. ~ του τα τραβάει. || αυτοπάθεια: Aπό ~ του χτύπησε, χτύπησε ο ίδιος τον εαυτό του ή με δική του υπαιτιότητα.
[μσν. μοναχός (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. μοναχός `μοναχικός΄, αρχ. σημ.: `μοναδικός΄· μσν. μονάχος < ελνστ. μοναχός υποχωρ.]