Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοναχοθυγατέρα η [monaxoθiγatéra] Ο26 : (λαϊκότρ.) η μοναχοκόρη.
[μονάχ(ος) -ο- + θυγατέρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοναχοθυγατέρα η.
-
- Μοναχοκόρη:
- (Ερωτόκρ. Ά 1333).
[<επίθ. μοναχός + ουσ. θυγατέρα. Η λ. και σήμ.]
- Μοναχοκόρη: