Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοναχικός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
μοναχικός, επίθ.· μοναχιχός.
  • 1) Μόνος, μοναδικός:
    • τον γιό σου τον μοναχιχό σου ος αγάπησες, το Ιτσχάκ (Πεντ. Γέν. XXII 2
    • εις σε μοναχικήν, παρθένε, έχω θάρρος (Σκλέντζα, Ποιήμ. 722).
  • 2) Που αναφέρεται στο μοναχό·
    • έκφρ. μοναχική πολιτεία = ο τρόπος ζωής των μοναχών, μοναχικός βίος:
      • (Έκθ. χρον. 4524
    • φρ. γίνομαι εις την μοναχικήν τάξιν = ντύνομαι το μοναχικό σχήμα, γίνομαι μοναχός:
      • (Ελλην. νόμ. 53630).
  • Το ουδ. ως ουσ. = όνομα που παίρνει ο μοναχός όταν κείρεται:
    • εκοιμήθη ο … Θεόδωρος ιερεύς ο Πρεπάς και το μοναχικόν αυτού Θεόκτιστος (Νεκρολ. φ. 79v).

[<ουσ. μοναχός + κατάλ. ‑ικός. Η λ. τον 5. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοναχικός 1 -ή -ό [monaxikós] Ε1 : 1. που είναι μόνος, μακριά από τους άλλους, απομονωμένος: Mοναχικό σπίτι. Ένα μοναχικό δέντρο στη μέση του κάμπου. Ένας ~ ταξιδιώτης. || (για πρόσ.): ~ τύπος, που του αρέσει η μοναξιά. (έκφρ.) ~ καβαλάρης*. 2. που αναφέρεται και ιδίως γίνεται στην ερημιά: ~ περίπατος.

[μοναχ(ός) -ικός (πρβ. μσν. μοναχικός `μοναδικός΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοναχικός 2 -ή -ό : που αναφέρεται σε μοναχό: ~ βίος. Tο μοναχικό σχήμα. Tα μοναχικά τάγματα της καθολικής εκκλησίας.

[λόγ. < ελνστ. μοναχικός < ουσ. μοναχ(ός) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες