Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μοναστικός, επίθ.
-
- Μοναχικός, καλογερικός:
- τον εδίδαξε και την μοναστικήν πολιτείαν της καλογερικής (Ιστ. πατρ. 1087).
[<ουσ. μοναστής + κατάλ. ‑ικός. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- Μοναχικός, καλογερικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοναστικός -ή -ό [monastikós] Ε1 : που αναφέρεται σε μοναστήρι ή σε μοναχό: Mοναστική ζωή. H μοναστική πολιτεία του Aγίου Όρους, το σύνολο των μοναστηριών που βρίσκονται εκεί.
[λόγ. < ελνστ. μοναστικός]