Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοναστηράκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μοναστηράκι το.
  • Μικρό μοναστήρι:
    • (Τσιρίγ., Επιστ. 170).
  • Η λ. στον πληθ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. A 1328‑9).

[<ουσ. μοναστήρι + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες