Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοναρχία η [monarxía] Ο25 : 1. μορφή πολιτεύματος σύμφωνα με την οποία η εξουσία ανήκει σε ένα φυσικό πρόσωπο, συνήθ. βασιλιά ή αυτοκράτορα, και ασκείται από αυτό ή από τους αντιπροσώπους του: Aπόλυτη ~, στην οποία ο μονάρχης ασκεί την εξουσία χωρίς κανένα νομικό περιορισμό. Συνταγματική ~, στην οποία η εξουσία του μονάρχη περιορίζεται, σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό, από το σύνταγμα. Kοινοβουλευτική ~. Φωτισμένη* / πεφωτισμένη ~. Ελέω* Θεού ~. || βασιλεία: H ~ στην Ελλάδα. 2. κράτος με μοναρχικό πολίτευμα: Aπό τη διάλυση της μοναρχίας των Aψβούργων προήλθαν τα σημερινά κράτη της κεντρικής Ευρώπης.
[λόγ. < αρχ. μοναρχία]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοναρχία η· μοναρχιά.
-
- 1) Διακυβέρνηση από έναν ανώτατο άρχοντα, η εξουσία του μονάρχη:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 352), (Βyz. Kleinchron. Á 16013).
- 2) Πολίτευμα που έχει μονάρχη ως ανώτατο άρχοντα, μοναρχικό πολίτευμα:
- (Ζήν. Έ 375).
- 3) Κράτος που κυβερνάται από μονάρχη:
- στη μοναρχία των Ρωμιών (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57522).
- 4) (Θεολ.· προκ. για το Θεό) το δόγμα της ύπαρξης ενός και μοναδικού Θεού, το δόγμα του μονοθεϊσμού:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 39).
[αρχ. ουσ. μοναρχία. Ο τ. από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.]
- 1) Διακυβέρνηση από έναν ανώτατο άρχοντα, η εξουσία του μονάρχη: