Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοναξιά η [monaksxá] Ο24 : 1. η κατάσταση εκείνου που είναι ή ζει μόνος χωρίς συντροφιά ή γενικά επικοινωνία με άλλους ανθρώπους: H ~ του φαροφύλακα. Φύση ρομαντική καθώς είναι, του αρέσει η ~. Παντρεύτηκε, γιατί δεν άντεχε άλλο τη ~. || το σχετικό συναίσθημα: Tον σκότωσε η ~. 2. η ερημιά: H ~ του δάσους.
[μσν. μοναξιά < ελνστ. μοναξία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοναξία η· μοναξά· μοναξιά.
-
- 1)
- α) Το να είναι ή να απομένει κανείς μόνος:
- Πάντα τη μοναξά ζητάς, τη μοναξιά ξετρέχεις (Ερωτόκρ. Ά 791· Απολλών. 467)·
- β) απουσία ανθρώπων· ερημιά:
- οι πάντες εσκορπίσθησαν, γίνεται μοναξία (Λίβ. Sc. 228· Ροδολ. Ά 685)·
- γ) έλλειψη ακολουθίας, συνοδείας:
- μη λυπείσαι, πανεύγενε, διά την μοναξίαν, σε γαρ πάντες γιγνώσκουσι, καν και μόνη τυγχάνεις (Διγ. Gr. 1764).
- α) Το να είναι ή να απομένει κανείς μόνος:
- 2) (Προκ. για μοναχό) το να αποφεύγει τη συχνή επαφή με τους ανθρώπους:
- Εχάθηκε … η μοναξά και η ευγενειά από τα καλογεράκια (Π. Ν. Διαθ. φ. 244β 10).
- 3) Ερημική, μοναχική τοποθεσία:
- Το κοιμητήριν του είναι εις μοναξίαν (Μαχ. 3021)·
- (με το ουσ. τόπος):
- εις γην παραθαλάσσιον, εις τόπον μοναξίας (Λίβ. Sc. 1584).
- Εκφρ.
- 1) Εις μοναξά ή μοναξίαν, εν μοναξίᾳ, σε μοναξία = ιδιαιτέρως, κατ’ ιδίαν, κρυφά:
- (Αλεξ. 2117), (Πτωχολ. α 544), (Ερμον. Ζ 192), (Αλεξ. 2421).
- 2) Με μοναξάν = χωρίς σύντροφο ή βοηθό, μόνος:
- (Αχέλ. 1203).
- Η δοτ. και αιτιατ. επιρρ. = μοναχικά, κατ’ ιδίαν:
- Λαλεί παιδόπουλά του δυο και μοναξία τους λέγει (Χρον. Μορ. P 3798· Βέλθ. 957).
[<επίθ. μοναξός + κατάλ. ‑ία. Ο. τ. ‑ξά στο Βλάχ. και σήμ. κρητ. Ο τ. ‑ξιά στο Du Cange (λ. ‑ξός) και σήμ. Η λ. σε σχόλ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)