Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μοναδικός, επίθ.
-
- (Εκκλ.) μοναχικός, μοναστικός:
- επαιδεύθη την μοναδικήν πολιτείαν και αρετήν (Ιστ. πολιτ. 4114)·
- άνθρωπος … εις ασκητικόν και μοναδικόν βίον περίβλεπτος (Ροδινός 203).
[αρχ. επίθ. μοναδικός. Η λ. και σήμ.]
- (Εκκλ.) μοναχικός, μοναστικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοναδικός -ή -ό [monaδikós] Ε1 : 1. που είναι ένας και μόνος χωρίς να υπάρχει άλλος: Είναι ο ~ κάτοχος / ιδιοκτήτης του ακινήτου. Ο ένας και ~ Θεός. Aνατίναξαν τη μοναδική γέφυρα του ποταμού, για να καθυστερήσουν την εχθρική προέλαση. 2. που είναι μοναδικός, ξεχωριστός λόγω ποιοτικής διαφοράς, συνήθ. ανωτερότητας, έναντι των ομοίων του: Ο άνθρωπος, αυτό το μοναδικό δημιούργημα της φύσης. Kατάστημα με μοναδικές τιμές, πολύ χαμηλές.
[λόγ. < ελνστ. μοναδικός, αρχ. σημ.: `μεμονωμένος΄]