Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μονήριον το· μονέριν.
-
- Είδος (πολεμικού) πλοίου με μια σειρά κουπιά παρόμοιο με τη γαλέα:
- το μονέριν αυτού αρματώσας … εις τον ρωμαϊκόν πάλιν υπέστρεψε στόλον (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 59).
[<ουσ. μονήρης + κατάλ. ‑ιον. Η λ. και τ. ‑νέ‑ το 10. αι. (Steph.)]
- Είδος (πολεμικού) πλοίου με μια σειρά κουπιά παρόμοιο με τη γαλέα: