Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονήρης -ης -ες [moníris] Ε11 γεν. πληθ. μονήρων : (λόγ.) που είναι μοναδικός ή απομονωμένος: ~ βίος, μοναχική ζωή. || (βοτ.): Mονήρες άνθος, που είναι ένα και μοναδικό στην κορυφή κάθε βλαστού. || (ζωολ.) Mονήρες ζώο, που ζει μόνο. || (ως ουσ.) τα μονήρη*.
[λόγ. < αρχ. μονήρης]
[Λεξικό Κριαρά]
- μονήρης (I) η.
-
- Moνήριον (βλ. ά.):
- (Δούκ. 40328).
[θηλ. του μτγν. επιθ. μονήρης (L‑S, στη λ. II) ως ουσ. Πβ. ουδ. ‑ες το 12. αι. (Steph., λ. ‑ιον). Η λ. το 10. αι. (Steph.)]
- Moνήριον (βλ. ά.):
[Λεξικό Κριαρά]
- μονήρης (II), επίθ.
-
- Μοναχικός, καλογερικός· (εδώ σε μεταφ. προκ. για το μοναχικό βίο):
- τοις τον μονήρη τρέχουσιν εν κοινοβίῳ δρόμον (Προδρ. IV 32).
[αρχ. επίθ. μονήρης (L‑S, στη λ. I)]
- Μοναχικός, καλογερικός· (εδώ σε μεταφ. προκ. για το μοναχικό βίο):