Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονέδα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονέδα η [monéδa] Ο25α : (παρωχ.) το νόμισμα ή το χρήμα. ΦΡ κόβω ~, κερδίζω πολλά χρήματα.

[μσν. μονέδα < βεν. moneda]

[Λεξικό Κριαρά]
μονέδα η.
  • α) Νόμισμα:
    • (Μαχ. 8223
    • έγραψαν εις την μονέδα του το εικόνισμά του (Χρον. βασιλέων 1276
    • μονέδα … από ασήμι ή χρυσάφι (Ροδινός 131
    • φρ. κάμνω ή ποιώ μονέδαν = κόβω νόμισμα:
      • (Δωρ. Μον. XXVI), (Μαχ. 5623
  • β) (συνεκδ.) χρήματα:
    • χαρίζει τον … μονέδαν οπού βρίσκετον (Ριμ. Απολλων. [1820]).

[<βεν. moneda. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες