Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονάρχης ο [monárxis] Ο10 : το φυσικό πρόσωπο στο οποίο ανήκει η εξουσία σε μια μοναρχία· (πρβ. βασιλιάς, αυτοκράτορας): Aπόλυτος ~. Συνταγματικός ~. Aιρετός / κληρονομικός ~. Ο Iσπανός / ο Σουηδός ~.
[λόγ. < ελνστ. μονάρχης (αρχ. μόναρχος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μονάρχης ο.
-
- Ο μοναδικός ανώτατος άρχοντας (αυτοκράτορας, κ.τ.ό.), αυτός που εξουσιάζει μόνος:
- ο δέ σουλτάν Σελίμης αποκτείνας πάσαν την εαυτού γενεάν και γεγονώς μονάρχης εν τε Δύσει και Ανατολῄ (Έκθ. χρον. 633)·
- (συνεκδ.):
- ύστερον οπού οι Ρωμαίοι έγιναν μονάρχαι …, ανάγκασαν όλους να υποτάσσωνται εις τους νόμους τως (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 57).
[μτγν. ουσ. μονάρχης. Η λ. και σήμ.]
- Ο μοναδικός ανώτατος άρχοντας (αυτοκράτορας, κ.τ.ό.), αυτός που εξουσιάζει μόνος: