Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μονάκριβος, επίθ.
-
- (Προκ. για τέκνο) μοναδικός και αγαπημένος:
- υιόν μονάκριβον (Διακρούσ. 8527).
[<επίθ. μόνος + ακριβός. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για τέκνο) μοναδικός και αγαπημένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονάκριβος -η -ο [monákrivos] Ε5 : (ιδ. για πρόσ.) που είναι μοναδικός και συγχρόνως πολύ αγαπητός: ~ γιος / αδελφός. Mονάκριβη κόρη / αδελφή. Kλαίει απαρηγόρητα για το χαμό του μονάκριβου παιδιού της. || (ως ουσ.).
[μόν(ος) + ακριβ(ός) -ος]