Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μομφή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μομφή η [momfí] Ο29 : έκφραση δυσμενούς κρίσης ή άποψης για κπ. ή για κτ.: Δικαιολογημένη ~. Tου αποδίδεται η ~ ότι συνεργάστηκε με τη δικτατορία. α. πρόταση που κατατίθεται σε επίσημο όργανο εναντίον προσώπου ή κυβερνήσεως και η οποία, όταν υπερψηφιστεί, οδηγεί στην έκπτωση του προσώπου από το αξίωμά του ή στην πτώση της κυβέρνησης: Έγινε ~ κατά του προέδρου για παράβαση καθήκοντος. H βουλή απέρριψε την πρόταση μομφής που η αντιπολίτευση υπέβαλε κατά της κυβερνήσεως. β. ονομασία ποινής που επιβάλλεται στα πλαίσια ορισμένων ιεραρχιών.

[λόγ. < αρχ. μομφή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες