Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μολώχ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μολώχ ο [molóx] Ο (άκλ.) : για παράλογη αιτία καταστροφής και ιδίως πολλών θανάτων: Θυσιάστηκαν στο ~ του πολέμου / της ασφάλτου.

[λόγ. < αγγλ. moloch (στη νέα σημ.) < υστλατ. Moloch < ελνστ. Μολώχ < εβρ. όν. Mōlekh (σημιτ. θεότητα του ήλιου)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες