Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μολύβι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μολύβι το [molívi] Ο44 : 1. ξύλινο, συνήθ. κυλινδρικό, αντικείμενο, που στο εσωτερικό του έχει λεπτή ράβδο από ειδική ουσία, συνήθ. γραφίτη, και χρησιμοποιείται για γράψιμο: Mαύρο / μελανί ~. Έσπασε η μύτη του μολυβιού. Γράφει με ~, γιατί σβήνει εύκολα. Xρωματιστά μολύβια για ζωγραφική, μπογιές. ~ για τα μάτια / για τα χείλια, για το βάψιμό τους. 2α. μόλυβδος: Λιωμένο ~. Είναι / γίνεται κτ. ~, είναι πολύ βαρύ. β. (λαϊκότρ.) το βόλι. μολυβάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. μολύβι(ν) < ελνστ. μολίβιον, *μολύβιον υποκορ. του ελνστ. μόλυβος, αρχ. μόλιβος]

[Λεξικό Κριαρά]
μολύβι το· βολύμιον· μολύβιν.
  • 1)
    • α) Το μέταλλο μόλυβδος, μολύβι:
      • χρυσάφι και ασήμι, μολύβιν, σίδερον (Hagia Sophia ω 5288·)>
      • είναι (ενν. η τούρλα του ναού) … με το μολύβιν σκεπαστή (Προσκυν. Κουτλ. 390 12527
    • β) (σε παροιμ. φρ.):
      • εβούλισεν σαν μολύβι (Πεντ. Έξ. XV 10
    • γ) (σε ιατρ. χρ.) έκφρ. μολύβιν πλακερόν = μολύβδινη πλάκα:
      • (Ιατροσόφ. 886
    • δ) (ως μέσο μαντικής, στη μολυβδομαντεία):
      • ο μάντης και εκείνος οπού χύνει το κερί ή το μολύβι (Μαλαξός, Νομοκ. 418 σημ. 4· Πηγά, Χρυσοπ. 337 (13)).
  • 2) (Συνεκδ. - περιληπτ.) βλήματα πυροβόλων όπλων:
    • οι στρατιώται … πόλβερην, μολύβιν εβαστούσαν (Αχέλ. 1610).
  • 3) Όργανο γραφής, μολύβι:
    • εις τούτα τα χαρτιά να ζωγραφίσω ή με μολύβιν τάχα να τα σκιάσω (Κυπρ. ερωτ. 711).

[μτγν. ουσ. μολύβιον. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μολυβιά η [molivjá] Ο24 : λεκές ή γραμμή που γίνεται με μολύβι: H μπλού ζα του ήταν γεμάτη μολυβιές.

[μολύβ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες