Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μολυβός, επίθ.
-
- Που έχει το χρώμα του μολύβδου, σκούρο γκρι:
- μολυβόν χαμουχάν (Σφρ., Χρον. 2810).
[μτγν. επίθ. μολυβούς]
- Που έχει το χρώμα του μολύβδου, σκούρο γκρι:
[Λεξικό Κριαρά]
- μολυβοσκεπ‑,
- βλ. μολυβδοσκεπ‑.