Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μολοσσός 1 ο [molosós] Ο17 : είδος μεγαλόσωμου τσοπανόσκυλου.
[λόγ. < αρχ. (κύων) Μολοσσός (όν. λαού)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μολοσσός 2 ο : (μετρ.) είδος αρχαίου ελληνικού μέτρου.
[λόγ. < ελνστ. μολοσσός]