Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοιχός ο [mixós] Ο17 θηλ. μοιχαλίδα [mixalíδa] Ο26 : αυτός που διέπραξε μοιχεία.
[λόγ. < αρχ. μοιχός· λόγ. < ελνστ. μοιχαλίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοιχός ο· μοίχος.
-
- 1)
- α) Αυτός που διαπράττει μοιχεία:
- (Ελλην. νόμ. 5389), (Βακτ. αρχιερ. 138, 158)·
- β) προκ. για κάπ. που συνάπτει γάμο με γυναίκα ορφανή που δεν έχει τη νόμιμη ηλικία:
- (Ελλην. νόμ. 55228).
- α) Αυτός που διαπράττει μοιχεία:
- 2) (Μεταφ.) αυτός που παραποιεί, διαστρέφει κ.:
- ο μοιχός (ενν. ο Φαρισαίος), οπού μοιχεύει με το ψεύδος την αλήθειαν (Πηγά, Χρυσοπ. 291 (36))·
- (προκ. για το διάβολο):
- (Φυσιολ. 35719).
- 3) (Γενικ.) εραστής:
- Μηδέν πιστεύεις πολ’τικήν έχεις την μοναχός σου, … ότι είσαι ο μοιχός της (Σαχλ. N 250).
[αρχ. ουσ. μοιχός. Ο τ. στο Du Cange App. Η λ. και σήμ.]
- 1)