Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοιχεία η [mixía] Ο25 : εκούσια και συνειδητή εξωσυζυγική σεξουαλική πράξη: Σήμερα η ~ δε θεωρείται αδίκημα. Είχε καταδικαστεί παλιότερα για ~.
[λόγ. < αρχ. μοιχεία]
[Λεξικό Κριαρά]
- μοιχεία η· εμοιχεία· μοιχειά.
-
- Η παράβαση της συζυγικής πίστης, μοιχεία:
- (Διγ. Άνδρ. 39530).
[αρχ. ουσ. μοιχεία. Η λ. και σήμ.]
- Η παράβαση της συζυγικής πίστης, μοιχεία: