Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μοιχαλίς η.
-
- α) Γυναίκα που διαπράττει μοιχεία:
- (Νομοκριτ. 69)·
- β) (υβριστ.):
- η μοιχαλίς η γραία μετά μεγάλης μηχανής ενέκρωσεν εκείνον (Καλλίμ. 1788 (χφ μηχανής· έκδ. Pichard μηχανίς, βλ. και ά.)).
- Η λ. ως επίθ. = άπιστη, διεφθαρμένη:
- την γενεάν αυτήν την μοιχαλίδα και άπιστον (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 465).
[μτγν. ουσ. μοιχαλίς. Τ. ‑ίδα στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Γυναίκα που διαπράττει μοιχεία: